ἱεροφάντης

ἱεροφάντης
ἱεροφάντ-ης, [dialect] Ion. [pref] ἱρ-, ου, , ([etym.] φαίνω)
A hierophant, one who teaches rites of sacrifice and worship,

ἱ. τῶν χθονίων θεῶν Hdt.7.153

; of the initiating priest at Eleusis, IG12.76.24, al., Lys.6.1, Is.7.9, Plu.Alc.33; at Rome,= pontifex, D.H.2.73, 3.36; of the pontifex maximus, Plu.Num.9; of the Jewish High Priest, Ph.2.322; of Moses, Id.1.117; later, mystical expounder,

ἱ. τῆς τετρακτύος Hierocl.in CA20p.466M.


Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἱεροφάντης — hierophant masc nom sg ἱ̱εροφάντης , ἱεροφαντέω to be a imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἱεροφαντέω to be a imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιεροφάντης — Ανώτατος εκκλησιαστικός άρχοντας στην αρχαία Ελλάδα, ο οποίος γνώριζε όλα τα σχετικά με τη θρησκεία ζητήματα. Ήταν ο ιερατικός άρχοντας στη λατρεία των Ελευσίνιων μυστηρίων και ανήκε πάντα στο γένος των Ευμολπιδών. * * * ὁ (Α ἱεροφάντης και ιων.… …   Dictionary of Greek

  • ιεροφάντης — ο 1. ο ανώτερος θρησκευτικός άρχοντας στην Ελευσίνα για τη λατρεία της Δήμητρας και της Κόρης. 2. βαθύς γνώστης επιστήμης ή τέχνης, που την ασκεί σαν ιεροτελεστία: Ιεροφάντης της τέχνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἱεροφάνται — ἱεροφάντης hierophant masc nom/voc pl ἱεροφάντᾱͅ , ἱεροφάντης hierophant masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱροφάνται — ἱεροφάντης hierophant masc nom/voc pl (ionic) ἱροφάντᾱͅ , ἱεροφάντης hierophant masc dat sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Иерофант — (ίεροφάντης) у древн. греков старший пожизненный жрец при елевсинских таинствах; должен был происходить из семьи Кериков или Евмолпидов; председательствовал на всех торжествах Деметры, посвящал в большие и малые мистерии и вместе с дадухом,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ἱεροφαντῶν — ἱεροφάντης hierophant masc gen pl ἱεροφαντέω to be a pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱεροφάνταις — ἱεροφάντης hierophant masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱεροφάντην — ἱεροφάντης hierophant masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱεροφάντου — ἱεροφάντης hierophant masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱεροφάντῃ — ἱεροφάντης hierophant masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”